- αμανιτοκαλλιέργεια
- ηκαλλιέργεια αμανιτών, μανιταριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμανίτης + καλλιέργεια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμανίτης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Αθήνα. Σκοτώθηκε μόλις άρχισε η Επανάσταση σε συμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων κοντά στην Αθήνα. * * * ο (Α ἀμανίτης) 1. μύκητας, μανιτάρι 2. (συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀμανῖται περιληπτική ονομασία όλων … Dictionary of Greek